- λοιγολαμπής
- λοιγολαμπής, ές,A balefully gleaming, cj. for λογο- in Doroth. ap. Cat.Cod.Astr.1.173.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λοιγολαμπής — λοιγολαμπής, ές (Α) αυτός που λάμπει καταστρεπτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοιγός (I) + λαμπής (< λάμπω)] … Dictionary of Greek
λοιγολαμπής — balefully gleaming masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιγός — (I) λοιγός, οῡ, ὁ (Α) καταστροφή από νόσο ή όλεθρος σε πόλεμο («ἡμῑν ἀπὸ λοιγὸν ἀμῡναι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *leig , η οποία είχε και πρόθημα *o leig . Συνδέεται με το λιθουαν. liegti «ασθενώ». Τη μηδενισμένη μορφή της ρίζας… … Dictionary of Greek